Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015


ΤΟ ΚΑΤ’ ΑΝΤΙΔΙΚΙΑΝ ΔΙΑΖΥΓΙΟ
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στο συναινετικό διαζύγιο, στην από κοινού δηλαδή απόφαση των συζύγων να λύσουν το γάμο τους με συμφωνία την οποία αποτυπώνουν εγγράφως για να επικυρωθεί  αυτή κατόπιν από τον αρμόδιο δικαστή. Στο σημερινό άρθρο θα αναφερθούμε στην έκδοση διαζυγίου κατ΄ αντιδικία, όταν δηλαδή ο ένας εκ των δύο συζύγων δεν παρέχει τη συναίνεση του στην έκδοση του διαζυγίου, οπότε ο άλλος σύζυγος προχωρά σε άσκηση αγωγής διαζυγίου  σε βάρος του πρώτου συζύγου, εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις.
Στην πράξη είθισται οι σύζυγοι να καταφεύγουν στην κατ’  αντιδικία έκδοση του διαζυγίου όταν δεν υπάρχει συναίνεση σε θέματα διατροφής  και επικοινωνίας με τα τέκνα.
Στην ελληνική νομοθεσία τα άρθρα που ορίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία με βάση την οποία οι σύζυγοι μπορούν να ζητήσουν διαζύγιο είναι τα 1438 έως 1441 του Αστικού Κώδικα. 

Οι προϋποθέσεις  έκδοσης διαζυγίου με αντιδικία είναι οι κάτωθι:
α) Κλονιστικό γεγονός που να αφορά τον εναγόμενο σύζυγο ή και τους δύο συζύγους (π.χ. παραβάσεις υποχρέωσης για συμβίωση ή/και συζυγικής πίστης, οι αδικαιολόγητες απουσίες από τον σπίτι και η αδιαφορία για τον άλλο σύζυγο, οι ύβρεις, οι προσβολές τιμής και αξιοπρέπειας, οι συνεχείς σκηνές ζηλοτυπίας, οι ξυλοδαρμοί, οι σωματικές βλάβες κλπ). Θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα γεγονότα αυτά καθαυτά δεν αποτελούν λόγους διαζυγίου αλλά περιστατικά ικανά να προκαλέσουν τον ισχυρό κλονισμό του γάμου. Γι΄ αυτό στην αγωγή του ενάγοντος συζύγου θα πρέπει να αποτυπώνονται επακριβώς και κατά τρόπο ορισμένο τα κλονιστικά περιστατικά που καθιστούν αφόρητη την συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να αποδειχθούν κατά την εκδίκαση της αγωγής.
β) ισχυρός κλονισμός -εξαιτίας του κλονιστικού γεγονότος- τη συζυγικής σχέσης ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της να είναι αφόρητη από τον αυτόν που κινεί τη διαδικασία του διαζυγίου (ενάγοντα). Κλονισμός του γάμου επέρχεται, όταν εκλείπει η ψυχική διάθεση του ενός ή και των δύο συζύγων για τη συνέχιση της εγγάμου συμβιώσεως. 
Ο νόμος καθιερώνει μια σειρά από περιπτώσεις που συνιστούν μαχητά τεκμήρια ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης, με την έννοια ότι για τη λύση του γάμου αρκεί η επίκληση και η απόδειξή τους, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί περαιτέρω και η τυχόν υπαιτιότητα  του ενός ή του άλλου συζύγου. Ειδικότερα, τα μαχητά τεκμήρια ισχυρού κλονισμού για την έκδοση διαζυγίου είναι: α) η διγαμία, β) η μοιχεία, γ) η εγκατάλειψη του ενάγοντος, δ) η επιβουλή της ζωής του ενάγοντος από τον εναγόμενο και ε) η άσκηση από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.
Έναν ακόμη λόγο διαζυγίου- που αποτελεί και αμάχητο τεκμήριο ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης- έχουμε όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για δύο τουλάχιστον χρόνια, έστω και αν ο κλονιστικός λόγος αφορά το πρόσωπο του ενάγοντος. Για την έννοια της διάστασης είναι αδιάφορο ποιος από τους δύο συζύγους την έχει αδικαιολόγητα προκαλέσει. Επίσης, για την συμπλήρωση του χρόνου της διετούς διάστασης δεν υπολογίζονται οι μικρές διακοπές που έγιναν από τους συζύγους ως προσπάθεια αποκατάστασης των μεταξύ τους σχέσεων. 

Για να εκδοθεί η απόφαση του διαζυγίου και να λυθεί ο γάμος απαιτείται ένας εκ των συζύγων (ενάγων ή ενάγουσα) να καταθέσει ανάλογη  αγωγή διαζυγίου ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου κατά του άλλου συζύγου (εναγόμενου ή εναγόμενης). Κατόπιν, εκδικάζεται η αγωγή διαζυγίου και εφόσον αποδειχθούν οι λόγοι έκδοσης του διαζυγίου εκδίδεται η σχετική δικαστική απόφαση, η οποία λύει το γάμο.
Με την ανωτέρα διαδικασία τέλος, εκτός από τη λύση του γάμου, μπορούν να ρυθμιστούν και τα επιμέρους ζητήματα όπως είναι η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων.

Σε κάθε περίπτωση σκόπιμο είναι οι σύζυγοι, πριν καταφύγουν στην λύση του γάμου κατ’  αντιδικίαν, να εξαντλούν όλες τις πιθανότητες επίτευξης μιας συναινετικής λύσης ούτως ώστε να αποφεύγουν τις χρονοβόρες και δαπανηρές δίκες που φθείρουν σωματικά και ψυχολογικά τόσο τους ίδιους όσο και τα τέκνα τους.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015


ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ

Η μόνη συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου τους, δεν επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Για τη λύση ενός γάμου απαιτείται η έκδοση δικαστικής αποφάσεως.
Οι τύποι διαζυγίου είναι κατ΄ αρχήν δύο, το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο κατ’ αντιδικία
Η έκδοση συναινετικού διαζυγίου, όπως ορίζεται από το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, θα πρέπει να προτιμάται  για τους εξής  λόγους:  α) είναι ταχύτατη, ιδίως μετά την θέση σε ισχύ του ν. 4055/2012, μετά τον οποίο για την έκδοσή του απαιτείται μόνο μία συζήτηση στο ακροατήριο, ώστε πλέον αυτό να εκδίδεται σε ελάχιστους μήνες, β) έχει χαμηλότερο κόστος από την κατ’ αντιδικία διαδικασία έκδοσης διαζυγίου και γ) επειδή ακριβώς στηρίζεται στην κοινή συμφωνία των συζύγων για τον χωρισμό τους, περιορίζει τις έριδες μεταξύ των συζύγων, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό, ιδίως όταν υπάρχουν ανήλικα τέκνα.
Ειδικότερα, το συναινετικό διαζύγιο αποτελεί τη βέλτιστη λύση για όσους επιθυμούν να λύσουν τον γάμο τους, δεδομένου ότι με μία διαδικασία ρυθμίζονται αυτομάτως τα εξής θέματα: η λύση του γάμου, η επιμέλεια τυχόν ανηλίκου τέκνου ή τέκνων, η επικοινωνία του έτερου γονέα που δεν έχει την επιμέλεια με το ανήλικο τέκνο και δυνητικά το ζήτημα της διατροφής του ανηλίκου τέκνου. 
Για την έκδοση Συναινετικού Διαζυγίου απαιτούνται:
α) Επικυρωμένο αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης του γάμου.
β) Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης από τον αρμόδιο Δήμο που έχουν την οικογενειακή τους μερίδα οι σύζυγοι.
Τα δύο αυτά έγγραφα απαιτείται να έχουν εκδοθεί πρόσφατα από τα ΚΕΠ ή από τον Δήμο (τουλάχιστον εντός του τελευταίου εξαμήνου). 
γ) Φωτοαντίγραφα των αστυνομικών ταυτοτήτων των συζύγων.
δ) Ιδιωτικό συμφωνητικό περί λύσης γάμου, το οποίο συντάσσεται από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο ή τους πληρεξούσιους Δικηγόρους.
ε) Ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης των θεμάτων που αφορούν τα ανήλικα τέκνα, αν υπάρχουν, ήτοι επιμέλεια, επικοινωνία και προαιρετικά διατροφή
στ) Ληξιαρχική πράξη γέννησης των ανήλικων τέκνων, αν υπάρχουν.
ζ) Επίσης, κατά τη δικάσιμο απαιτείται είτε η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των συζύγων με τις ταυτότητες τους ή ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον ή τους πληρεξουσίους Δικηγόρους τους, το οποίο θα έχει συνταχθεί σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της συζήτησης της αίτησης.
Η δικαστική απόφαση που κάνει δεκτή την αρχική αίτηση του διαζυγίου είθισται να δημοσιεύεται εντός 1-2 μήνες από την εκδίκαση της υπόθεσης. Στη συνέχεια ακολουθεί η διαδικασία παραίτησης από τα ένδικα μέσα. Κατόπιν,  σε περίπτωση που ο γάμος είναι θρησκευτικός απαιτείται η εισαγγελική παραγγελία περί λύσεως του γάμου, την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη την προσκομίζουν στην κατά τόπον αρμόδιο Μητρόπολη (με βάση τον Ιερό Ναό τέλεσης του θρησκευτικού γάμου), απ’ όπου λαμβάνεται το πιστοποιητικό περί «πνευματικής» λύσεως του γάμου, καθώς και ένα πιστοποιητικό περί τελέσεως νέου γάμου. Τα πιστοποιητικά αυτά εκδίδονται εφάπαξ, γι’ αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χάνονται. Σε περίπτωση που ο γάμος είναι πολιτικός, τα έγγραφα περί παραιτήσεως από τα ένδικα μέσα απαιτείται να προσκομιστούν στο κατά τόπον αρμόδιο Ληξιαρχείο, όπου καταχωρείται η λύση του γάμου του.
Το κόστος του συναινετικού διαζυγίου είναι μικρότερο από αυτό του διαζυγίου με αντιδικία καθώς πολλές εκκρεμότητες λύνονται με το συμφωνητικό μεταξύ των μερών και όχι με ξεχωριστά δικαστήρια.
Για οποιαδήποτε περεταίρω πληροφορία σχετικά με το συναινετικό διαζύγιο, τηλεφωνήστε στο 2310222815 και ένας έμπειρος δικηγόρος θα λύσει κάθε απορία σας.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Μήνυση vs Αγωγή : Οι κυριότερες διαφορές 

Μια ερώτηση που μου κάνουν πολύ συχνά οι πελάτες μου είναι «ποια είναι η διαφορά μεταξύ μήνυσης και αγωγής».
Παρακάτω θα προσπαθήσω να σας εκθέσω με τον απλούστερο δυνατό τρόπο τις διαφορές μεταξύ Μήνυσης και Αγωγής, ούτως ώστε να αποφεύγεται η νοηματική σύγχυση μεταξύ των δύο νομικών εννοιών.

Kατ΄  αρχάς, Μήνυση είναι η καταγγελία μίας αξιόποινης πράξης προς τα αρμόδια κρατικά όργανα της Πολιτείας εκ μέρους οποιουδήποτε προσώπου. Μέσω αυτής ζητείται η επέμβαση της δικαιοσύνης, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες και να επιβληθούν στο δράστη οι προβλεπόμενες στο νόμο ποινές (είτε στερητικής της ελευθερίας ποινή όπως κράτηση, φυλάκιση, κάθειρξη, είτε χρηματική ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) για το αδίκημα που έχει διαπράξει. Λέγοντας αρμόδια κρατικά όργανα εννοούμε είτε τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα, είτε τους ανακριτικούς υπάλληλους (π.χ αστυνομία κλπ).
Όταν η καταγγελία προς τις αρμόδιες Αρχές γίνεται από τον ίδιο τον παθόντα ή τον αδικηθέντα τότε μιλάμε για Έγκληση. Ουσιαστικά δηλαδή μήνυση και έγκληση αποτελούν συγγενείς έννοιες, με την διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση (μήνυση) η καταγγελία στην αρμόδια αρχή  μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ στη δεύτερη (έγκληση) η καταγγελία γίνεται από τον ίδιο τον παθόντα.
Κατά κανόνα ισχύει η αρχή της αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων στη κίνηση της ποινικής δίωξης σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου και υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος ορισμένου προσώπου. Κατ’  εξαίρεση, σε κάποιες περιπτώσεις όπως η εξύβριση, η δυσφήμηση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η απειλή, η αυτοδικία, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας( 381 Π.Κ.), υφαιρέσεις, σωματική βλάβη από αμέλεια κ.λ.π., η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με την εμπρόθεσμη (εντός τριμήνου) ανακοίνωση της αξιόποινης πράξης από τον ίδιο τον παθόντα στις αρχές, διαφορετικά χάνεται το δικαίωμα για την υποβολή της έγκλησης και δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη. Οι περιπτώσεις αυτές ορίζονται στον νόμο και αφορούν τα κατ’  έγκληση διωκόμενα εγκλήματα.
Αρμόδια δικαστήρια για την εξέταση της μηνύσεως είναι τα ποινικά δικαστήρια.
Σκοπός τώρα της μήνυσης είναι όπως προαναφέραμε η τιμωρία του δράστη μίας άδικης πράξης, και όχι η οικονομική αποκατάσταση του θύματος. Η τελευταία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την άσκηση αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.

Η Αγωγή, εντάσσεται στην Πολιτική Δικαιοσύνη, και αποτελεί
το ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητεί κάποιος να υπαχθεί μια διαφορά προς επίλυση στα πολιτικά δικαστήρια. Προβλέπεται και ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και αφορά κυρίως διαφορές Αστικού και Εμπορικού Δικαίου, δηλαδή ως επί το πλείστον διαφορές περιουσιακής φύσεως μεταξύ ιδιωτών ή εμπόρων.
Μέσω αυτής το πρόσωπο που την ασκεί επιδιώκει, σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται, είτε την οικονομική αποκατάσταση του (π.χ. αγωγή αποζημίωσης), είτε την καταδίκη του σε μία πράξη ή παράλειψη (π.χ. σε επίδειξη εγγράφου, σε απαγόρευση χρήσεως επωνυμίας που δημιουργεί σύγχυση στις συναλλαγές), είτε την διάπλαση μίας έννομης σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (π.χ. αγωγή διαζυγίου, αίτηση ρύθμισης της επικοινωνίας  τέκνου με το γονέα του).
Στην πράξη συνηθίζεται να ασκούνται παράλληλα, τόσο η αγωγή όσο και η μήνυση, π.χ. σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης, το ποινικό Δικαστήριο αποφασίζει για την τέλεση ή όχι του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται ο δράστης και για το ύψος της ποινής που θα επιβληθεί, ενώ το αστικό δικαστήριο καθορίζει το ύψος της τυχόν αποζημίωσης για την ζημία που υπέστη  ο ζημιωθείς από την τέλεση της αδίκου πράξεως.
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στη μήνυση το ποινικό δικαστήριο εκδίδει την απόφαση του συνήθως αυθημερόν, εκτός και αν για κάποιον λόγο διακοπεί η συνεδρίαση του Δικαστηρίου και συνεχιστεί η διαδικασία μία άλλη μέρα, οπότε, σε αυτή την περίπτωση, η απόφαση εκδίδεται εκείνη την ημέρα. Αντίθετα, στην περίπτωση της αγωγής, η απόφαση εκδίδεται μετά από αρκετό διάστημα, ανάλογα πάντα με τη διαδικασία και το είδος της διαφοράς της υπόθεσης.



Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Πολύ καλό ενημερώτικο βίντεο το οποίο απευθύνεται σε δημιουργούς έργων λόγου και τέχνης σχετικά με την πρόστασία των δικαιώματων πνευματικής ιδιοκτησίας επί των έργων τους.

https://www.youtube.com/watch?v=3RJNTD92EhM&list=PL2BC1B6BB1BB33518